Παιδοκεντρικός Διαδραστικός Ιστοχώρος 

Τι είναι το "φανταστικό παιχνίδι" και πόσο σημαντικό είναι για την ανάπτυξη των παιδιών; Υπάρχουν παιδιά με μεγαλύτερη κλίση προς τα φανταστικά παιχνίδια και τι σημαίνει αυτό;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από την ηλικία λίγων μόνο μηνών το μωρό προσπαθεί να αναπαράγει ήχους και εκφράσεις των κοντινών του προσώπων, καθώς και ήχους από το περιβάλλον του. Μέχρι τους έξι μήνες έχει ήδη αρχίσει να μιμείται κινήσεις και ήχους και να αντιδρά στις εκπλήξεις. Μέχρι 12 μηνών η μίμηση έχει εξελιχθεί σε δυνατότητα του παιδιού να προσποιείται την μητέρα, γύρω στα 2 χρόνια αρχίζει να προβάλλει ρόλους στα παιχνίδια (αυτοκινητάκια, ζώα, κούκλες-συμβολικό παιχνίδι) και μέχρι τα 4-5 έτη το ίδιο το παιδί μπορεί και προσποιείται ρόλους (Jennings, 1993).

Το παιχνίδι προσποίησης

Η “προσποίηση” περιλαμβάνει την φαντασία όπου διάφορες ταυτότητες προσωπικότητας προβάλλονται σε μία εξωτερική πραγματικότητα (Woolley & Tullos, 2008). Κάποιες συμπεριφορές που είναι μέρος του παιχνιδιού προσποίησης είναι: 1) το παιδί προσποιείται μία συνθήκη ακόμη και με την απουσία των απαραίτητων υλικών (π.χ. ρίχνει γάλα στο ποτήρι από το άδειο μπουκάλι), 2) οι δραστηριότητες μπορεί να μην έχουν το λογικό αποτέλεσμα που περιμένουμε (π.χ. προσποιείται πως φεύγει για “δουλειά” αλλά δε βγαίνει από το σπίτι), 3) άψυχα αντικείμενα αντιμετωπίζονται ως έμψυχα (π.χ. ταΐζει την κούκλα), 4) γίνεται αντικατάσταση του σκοπού ενός αντικειμένου (π.χ. το τηλεχειριστήριο χρησιμοποιείται ως τηλέφωνο) 5) το παιδί προσποιείται ρόλους όπως κάποιου σούπερ ήρωα ή του αστυνομικού κ.α. και 6) προσποιείται ότι έχει φανταστικούς φίλους (Woolley & Tullos, 2008).

Το φάσμα της ενασχόλησης με παιχνίδια φαντασίας

Οι επιστήμονες βλέπουν την τάση προς την ενασχόληση με ότι έχει να κάνει με την φαντασία (φανταστικοί φίλοι, προσποίηση, παιχνίδια ρόλων, συμβολικό παιχνίδι, βιβλία φαντασίας) ως ένα φάσμα, όπου κάποια παιδιά σκοράρουν υψηλά και άλλα χαμηλά (McCrae, 1993). Τα παιδιά που βρίσκονται χαμηλά στο φάσμα προτιμούν παιχνίδια που βασίζονται περισσότερο στην πραγματικότητα και χρησιμοποιούν συνήθως τα αντικείμενα με τον αρχικό τους σκοπό, όπως χτίσιμο πύργου με τουβλάκια, χτένισμα μαλλιών με χτένα. Επίσης, φαίνεται να προτιμούν τις αθλητικές δραστηριότητες και να παίζουν παιχνίδια χωρίς να θέλουν να αλλάξουν τους προκαθορισμένους κανόνες (Taylor & Carlson, 1997).

Έχει βρεθεί ότι τα παιδιά με υψηλό προσανατολισμό προς την φαντασία τα πηγαίνουν καλύτερα στις ανθρώπινες σχέσεις (Singer & Singer, 1981), έχουν κατακτήσει καλύτερα την Θεωρία του Νου (ΤοΜ) (Taylor & Carlson, 1997) και κάνουν καλύτερη διαχείριση των συναισθημάτων τους (Hoffman & Russ, 2012).

Οι αιτίες για τις παραπάνω συσχετίσεις μπορεί να είναι:

  1. τα παιδιά εξασκούνται περισσότερο στην εναλλαγή φαντασίας-πραγματικότητας,
  2. έχουν την ευκαιρία να εξασκηθούν και σε άλλους ρόλους έξω από τον εαυτό τους, οπότε καταλαβαίνουν την διαφορετικότητα στην ψυχική κατάσταση και τις απόψεις μεταξύ ανθρώπων και
  3. μέσω των παιχνιδιών ρόλου τους δίνεται η δυνατότητα να εξασκήσουν έντονα συναισθήματα και να αναπτύξουν δεξιότητες διαχείρισής τους(συναισθηματική νοημοσύνη), μέσα από το ασφαλές πλαίσιο που προσφέρει η δημιουργική έκφραση.

Το ότι ένα παιδί ανήκει περισσότερο στην κατηγορία του πραγματικού παιχνιδιού δεν είναι λόγος ανησυχίας για έναν γονέα, καθώς πρέπει να σεβαστούμε και την διαφορετικότητα του κάθε παιδιού και να έχουμε στο μυαλό μας ότι οι έρευνες δεν καλύπτουν όλο τον ανθρώπινο πληθυσμό.

Είναι όμως χρήσιμο για γονείς, δασκάλους και εκπαιδευτικούς να έχουν στο νου τους τα παραπάνω αποτελέσματα και να υποστηρίζουν και να ενθαρρύνουν (μέχρι εκεί που τους επιτρέπει το κάθε παιδί) την ενασχόληση με παιχνίδια ρόλων και δραστηριότητες που περιλαμβάνουν την φαντασία (π.χ. πίστη σε φανταστικές φιγούρες, βιβλία και παιχνίδια φαντασίας) εφόσον μπορεί να έχει θετική επίδραση στην γενική ανάπτυξη των παιδιών. Επίσης, είναι ένα πολύ καλό εργαλείο παρέμβασης στην ειδική αγωγή και σε παιδιά με στοιχεία επιθετικότητας ή έλλειψης ενσυναίσθησης (π.χ. μέσω Θεατρικού Παιχνιδιού).

 

Σοφία Καραφιού

MSc Ψυχολόγος/Παιδοψυχολόγος
Εκπ. Παιγνιοθεραπεύτρια



Βιβλιογραφία:

Hoffman, J., & Russ, S. (2012). Pretend play, creativity and emotion regulation in children. Psychology of Aesthetics, Creativity and the Arts, 6(2), 175-184.

Jennings, S (1993). Playtherapy With Children. Oxford: Blackwell scientific publications (p. 47-49).

McCrae, R. R. (1993). Openness to experience as a basic dimension of personality. Imagination, Cognition, and Personality, 13, 39-55.

Singer, D. G., & Singer, J. L. (1981). Television, imagination, and aggression: A study of preschoolers. Hillsdale, NJ: Erlbaum.

Taylor, M., & Carlson, S. M. (1997). The relation between individual differences in fantasy and theory of mind. Child Development, 68, 436-455.

Woolley, J. D., & Tullos, A. (2008). Imagination and fantasy. In M. Haith, & J. Benson (Eds.) Encyclopedia of Infant and Early Childhood Development, Elsevier Press (pp. 117-127).









Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις για τα νέα μας!
 

Επικοινωνία

Επικοινωνήστε μαζί μας στο

info@kontastopaidi.gr