Παιδοκεντρικός Διαδραστικός Ιστοχώρος 

Πολλοί γονείς όταν φτάνουν στο σημείο διλήμματος για το αν θα πρέπει να χωρίσουν ή όχι, αναρωτιούνται τί θα ήταν καλύτερο για τα παιδιά τους. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, γονείς που θέλουν να χωρίσουν αλλά δε νιώθουν έτοιμοι εσωτερικά για διάφορους λόγους, χρησιμοποιούν ασυνείδητα την δικαιολογία “παιδί” ισχυριζόμενοι ότι δε χωρίζουν για “το καλό του”. Θα προσπαθήσω λοιπόν να ρίξω λίγο φως στο θέμα και να δούμε αν τελικά είναι καλύτερα ή όχι για τα παιδιά να μένουν σε μια οικογένεια όπου οι γονείς εσωτερικά έχουν ήδη χωρίσει, αναφέροντας κάποιες σχετικές έρευνες.

Σε έρευνα του 1998, βρέθηκε ότι παιδιά που ζούσαν σε μη χωρισμένες οικογένειες με υψηλά ποσοστά διαμάχης μεταξύ των γονέων, είχαν περισσότερα προβλήματα σε σύγκριση με παιδιά χωρισμένων οικογενειών (Hetherington, Bridges & Isabella). Καθώς ένα ζευγάρι πλησιάζει στο σημείο αυτού του διλήμματος (χωρισμός ή όχι) φαίνεται να έχει όλο και περισσότερους τσακωμούς, οπότε κάποια παιδιά μπορεί να αρχίσουν να εκφράζουν δυσκολίες πριν ακόμη χωρίσει το ζευγάρι (Hetherington & Stanley-Hagan, 1995). Η διαμάχη που επικρατεί πριν, κατά την διάρκεια και μετά τον χωρισμό, μπορεί να προκαλέσει άγχος και ανασφάλεια στα παιδιά (Amato & Keith, 1991). Η ανάπτυξη των παιδιών που βιώνουν τέτοιου είδους χωρισμούς φαίνεται να επηρεάζεται το ίδιο αρνητικά με την ανάπτυξη των  παιδιών που ζουν μεν σε οικογένειες “ενωμένες” αλλά με έντονες διαμάχες (Emery, 1982). Αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα και στις δυαδικές σχέσεις μαμά-παιδί, μπαμπάς-παιδί, είτε χωρίσει το ζευγάρι είτε όχι, καθώς πολλές φορές τα παιδιά νιώθουν την ανάγκη να παρέμβουν και να πάρουν μέρος στη διαφωνία (Amato, 1986).

Σε μία έρευνα του 2000, παιδιά μεταξύ 3-18 χρονών δήλωσαν πως συνήθιζαν να κλαίνε πολύ κατά τη διάρκεια των τσακωμών ανάμεσα στους γονείς και μάλιστα κάποια εξέφρασαν το πόσο χαρούμενα ένιωσαν όταν τελικά οι γονείς τους χώρισαν (Oppawsky). Μάλιστα, ένα κορίτσι 12 χρονών δήλωσε ότι είχε φτάσει στο σημείο να παρακαλάει τους γονείς της να χωρίσουν, γιατί κατάλαβε ότι πιθανότατα δεν κατέληγαν σε αυτή την απόφαση εξαιτίας της (Oppawsky, 2000). Στην ίδια έρευνα, τα παιδιά εξέφρασαν αρνητικά συναισθήματα και προς τους δύο γονείς, όπως μίσος, θυμό, εχθρότητα και ντροπή για την συμπεριφορά των γονέων και παρουσίαζαν πτώση στις σχολικές τους επιδόσεις, εφόσον δεν ήταν ήρεμα ώστε να συγκεντρωθούν στο διάβασμα.

Ένα άλλο ζήτημα που μπορεί να συμβάλλει στα προβλήματα των παιδιών είναι ότι οι γονείς που έχουν την κηδεμονία μετά τον χωρισμό (στην προκειμένη έρευνα οι μητέρες) μπορεί να εκφράζουν στα παιδιά τους την οικονομική δυσκολία που αντιμετωπίζουν μετά τον χωρισμό, τον θυμό τους ως προς την κατάσταση που βρίσκονται και να κάνουν παράπονα για τον άλλον γονέα (Koerner, Jacobs & Raymond, 2000).

Εφόσον επικρατεί από κάποιους ειδικούς και γονείς η άποψη ότι ένας χωρισμός δεν κάνει καλό στα παιδιά λόγω της απουσίας -συνήθως της πατρικής φιγούρας- από τη ζωή τους, θεωρώ σημαντικό να αναφερθώ και σε έρευνες που έχουν γίνει συγκρίνοντας την ψυχολογική προσαρμογή και ανάπτυξη των παιδιών ανάμεσα σε παραδοσιακές οικογένειες (γονέας 1-αρσενικό, γονέας 2-θηλυκό) και ομοφυλοφιλικές οικογένειες (γονέας 1-θηλυκό, γονέας 2-θηλυκό). Βρέθηκε λοιπόν ότι δεν υπάρχει διαφορά στην ανάπτυξη των παιδιών ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τύπους οικογένειας και αυτό μπορεί να σημαίνει ότι σημασία έχει ο αριθμός των γονέων που υπάρχει σε μία οικογένεια κι όχι το φύλο (Golombork, 2004). Στις οικογένειες που έχουν και τους δύο γονείς παρόντες (ανεξαρτήτως φύλου) το βάρος των ευθυνών μοιράζεται, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις χωρισμών όπου την μεγαλύτερη ευθύνη των παιδιών την έχει συνήθως ο ένας γονέας κι αυτό μπορεί να προκαλεί άγχος και κατάθλιψη στον ίδιο και συνεπώς να επηρεάζει και την γενική υγεία των παιδιών (Golombork, 2004). Για παράδειγμα, όταν υπάρχουν και οι δύο γονείς στην οικογένεια, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον σε χρόνο και η οικονομική κατάσταση φαίνεται να είναι καλύτερη από ότι μετά από έναν χωρισμό. Οι έρευνες υποστηρίζουν ότι είναι όντως πολύ σημαντικό ο γονέας που έχει την κύρια ευθύνη των παιδιών μετά τον χωρισμό, να έχει βοήθεια από δεύτερο ενήλικα και όταν αυτό συμβαίνει το αποτέλεσμα στην ανάπτυξη των παιδιών φαίνεται να είναι το ίδιο με αυτό των παιδιών που μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς στο ίδιο σπίτι (Amato & Keith, 1991).

Συμπεραίνοντας λοιπόν από τις παραπάνω έρευνες, μπορούμε να πούμε ότι σημασία για τα παιδιά έχει να ζουν σε ένα περιβάλλον χωρίς συχνές κι άλυτες διαμάχες. Αν αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον χωρισμό του ζευγαριού, τότε ίσως είναι καλύτερα να γίνει έτσι. Οι συνθήκες που θα επικρατήσουν κατά την διάρκεια του χωρισμού, όπως και μετά από αυτόν, παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην ψυχολογία των παιδιών. Είναι σημαντικό για το παιδί να υπάρχει καλή συνεννόηση χωρίς πολλούς καυγάδες μεταξύ των γονέων και να έχει συχνή επαφή και με τους δύο. Επίσης, σημαντικό είναι να μοιράζονται οι ευθύνες ώστε να μην πέφτει το μεγαλύτερο βάρος στον έναν γονέα, καθώς αυτό μπορεί να επηρεάσει την ψυχολογία του γονέα και κατά συνέπεια του παιδιού. Μία συμβουλευτική ζευγαριού μπορεί να βοηθήσει σε αυτό το κομμάτι, αρκεί να υπάρχει η θέληση και από τις δύο πλευρές. Αν είναι αδύνατο να υπάρξει συνεργασία, ίσως βοηθούσε ο γονέας με την κηδεμονία να δεχτεί βοήθεια από κάποιο κοντινό πρόσωπο (γιαγιά, παππούς κ. α.).

Σίγουρα ένας χωρισμός φέρνει αρχικά αναστάτωση στο παιδί λόγω των μεγάλων αλλαγών που έπονται (όπως μια ενδεχόμενη μετακόμιση) και χρειάζεται χρόνος μέχρι να προσαρμοστεί στις καινούριες συνθήκες ζωής. Αν όμως αυτός ο χωρισμός συμβάλλει στην καλύτερη ψυχολογία και ηρεμία των γονέων, τότε μόνο όφελος μπορεί να φέρει και στο παιδί και σίγουρα είναι πολύ καλύτερο από το να μένει σε μία οικογένεια με συνεχείς διαμάχες.  

...Και για να κλείσω με ένα αισιόδοξο μήνυμα: Η εσωτερική δύναμη που έχει ο καθένας μας για ίαση της ψυχής είναι μεγάλη! Έτσι κάθε άνθρωπος έχει την ευκαιρία είτε στην παιδική ηλικία είτε ως ενήλικας να επεξεργαστεί τις δυσκολίες του με την βοήθεια της ψυχοθεραπείας.

 

                                                           Σοφία Καραφιού
MSc, Ψυχολόγος/Παιδοψυχολόγος
Εκπ. Παιγνιοθεραπεύτρια

 

 

Βιβλιογραφία

Amato, P. R. (1986). Marital conflict, the parent-child relationship, and child self-esteem. Family Relations, 35,103-110.

Amato, P. R., & Keith, B. (1991b). Parental divorce and the well-being of children: A meta-analysis. Psychological Bulletin, 10(1), 26-46.

Emery, R. E. (1982). Interparental conflict and the children of discord and divorce. Psychological Bulletin, 92, 310-330.

Golombok, S. (2004). Solo mothers: Quality of parenting and child development. International Congress Series, 1266, 256-263.

Hetherington, E. M., Bridges, M., & Insabella, G. M. (1998). What matters? What does not? Five perspectives on the association between marital transitions and children’s adjustment. American Psychologist, 53, 167–184.

Hetherington, E. M., & Stanley-Hagan, M. (1995). Parenting in divorced and remarried families. In Golombok, S. (2004). Solo mothers: Quality of parenting and child development. International Congress Series, 1266, 256-263.

Koerner, S. S., Jacobs, S., & Raymond, M. (2000). When mothers turn to their adolescent daughters: Predicting daughters’ vulnerability to negative adjustment outcomes. Family Relations, 49, 301–309.

Oppawsky, J. (2000). Parental bickering, screaming, and fighting: Etiology of the most negative effects of divorce on children from the view of the children. Journal of Divorce & Remarriage, 32 (3/4), 141-147.


Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις για τα νέα μας!
 

Επικοινωνία

Επικοινωνήστε μαζί μας στο

info@kontastopaidi.gr